Τα παιδιά με τις ζωγραφιές τους εικονογράφησαν το παραμύθι:
Το μήλο της Μαριγώς
Μια φορά κι έναν καιρό στην αυλή της Μαριγώς φύτρωσε ένα μικρό δεντράκι. Ή Μαριγώ το πότισε, το σκάλισε κι εκείνο μεγάλωσε γρήγορα κι έγινε
μια όμορφη
μηλιά- Μια μέρα μάλιστα
ή μηλιά
έβγαλε ένα λουλούδι και το λουλούδι
γρήγορα έγινε
ένα κατακόκκινο
όμορφο μήλο.
Η Μαριγώ καμάρωνε το μήλο και περίμενε ή μηλιά της να βγάλει κι άλλα όμορφα
μήλα. αλλά
τίποτε.
- "Ε, δεν πειράζει, είπε ή καλόκαρδη Μαριγώ. "Ένα και καλό.
Ό καιρός περνούσε κι ή Μαριγώ δεν έβρισκε πια δουλειά να κάνει
Ό καιρός περνούσε κι ή Μαριγώ δεν έβρισκε πια δουλειά να κάνει
στο χωρίο, για να ζήσει.
Γι' αυτό αποφάσισε
να πάει
στην πολιτεία.
Πριν να φύγει, σκέφτηκε:
- "Ας κόψω
το μήλο. Ίσως στο δρόμο να πεινάσω.
Έτσι με το μήλο
στην τσέπη
ξεκίνησε για την πολιτεία.
Αφού
περπάτησε κάμποσο,
βρέθηκε μέσα
στο δάσος. Εκεί όμως
χάθηκε
μέσα στα πυκνά κλαδιά
και στα δέντρα.
- Τώρα, τι θα κάνω; σκέφτηκε. Αρχίζει να βραδιάζει, πώς θα βγω
από δω μέσα;
από δω μέσα;
Μα δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτε
άλλο και το μήλο
πήδησε από την τσέπη, προχώρησε,
έσκισε τα κλαδιά και την οδήγησε
ξανά στο μονοπάτι κι από το μονοπάτι στο φαρδύ δρόμο. Σαν έφτασαν στο δρόμο μόνο του πάλι το μήλο πήδησε
στην τσέπη
της,
- "Α! τούτο
το μήλο
σίγουρα είναι
μαγικό. Κι εγώ πού ήθελα να το
φάω! "Α! όχι θα το φυλάξω με προσοχή, ίσως με βοηθήσει κι άλλη φορά.
φάω! "Α! όχι θα το φυλάξω με προσοχή, ίσως με βοηθήσει κι άλλη φορά.
Αυτά
σκεφτόταν ή Μαριγώ, ώσπου έφτασε
στην πολιτεία.
Εδώ ή Μαριγώ δε βρήκε δουλειά, δεν είχε που να μείνει κι άρχισε να πεινάει. Μα τότε θυμήθηκε
το μήλο
της. Το 'βγαλε από την τσέπη της και το ρώτησε:
Μηλάκι μου καλό,
μηλάκι στρογγυλό,
για πες μου που θα βρω
δουλειά και φαγητό;
Το μήλο πάλι
βγήκε από την τσέπη
της κι άρχισε να περπατάει. Ή Μαριγώ το ακολούθησε, ώσπου
έφτασε στα σκαλιά ενός
παλατιού, χτύπησε
την πόρτα
κι αμέσως
ξανατρύπωσε στην
τσέπη της. Ή πόρτα
τότε άνοιξε
κι ένας
υπηρέτης ρώτησε
τη Μαριγώ:
-
Τι ζητάς, κοπέλα μου;
- Δουλειά ζητάω. ΄Έχετε τίποτα να κάνω;
- Και βέβαια έχουμε. Θα
φροντίζεις το δωμάτιο
του άρχοντα.
Θέλεις;
Θέλεις;
- Και βέβαια, θέλω, είπε και έπιασε δουλειά στο παλάτι του άρχοντα.
Μα ένα βράδυ πού ο άρχοντας έλειπε άκουσε ψιθύρους κάτω απ’ το
Μα ένα βράδυ πού ο άρχοντας έλειπε άκουσε ψιθύρους κάτω απ’ το
παράθυρο της,
- Για να κλέψουμε το θησαυρό του άρχοντα πρέπει να δέσουμε την
υπηρέτρια.
υπηρέτρια.
Κατατρόμαξε η κακομοίρα η Μαριγώ και βγάζοντας το μήλο απ' την τσέπη της το παρακάλεσε:
Μηλάκι μου καλό,
μηλάκι στρογγυλό,
βοήθα με άπ'
τους κλέφτες
και πάλι να σωθώ.
Τη στιγμή εκείνη νάσου κι οι κλέφτες στην πόρτα. Πετάχτηκε τότε με ορμή το μήλο και μπάμ' τον ένα, μπάμ! τον άλλο τους έριξε αναίσθητους κάτω, ενώ έτρεξε και τρύπωσε στην τσέπη της Μαριγώς,
Άκουσαν το θόρυβο οι υπηρέτες, έτρεξαν, έπιασαν κι έδεσαν τους κλέφτες και τους έστειλαν στη φυλακή. Ό άρχοντας, σαν έμαθε τα καθέκαστα, ευχαριστήθηκε πολύ με τη γενναία Μαριγώ, γιατί νόμισε ότι εκείνη χτύπησε τους κλέφτες.
"Όλα πήγαιναν καλά μες στο παλάτι, ώσπου μια μέρα ο άρχοντας αρρώστησε βαριά.
Βγήκαν οι κήρυκες και διαλάλησαν σ’ όλη τη χώρα την αρρώστια του άρχοντα και κάλεσαν όλους τους γιατρούς να τον κάνουν καλά.
Ήρθαν πάρα πολλοί γιατροί στο παλάτι, του έδωσαν ένα σωρό φάρμακα, μα ο άρχοντας αντί να γίνει καλά όλο και χειροτέρευε.
Η Μαριγώ ήταν πολύ στενοχωρημένη καθώς έβλεπε τον άρχοντα να σιγολιώνει μέρα με τη μέρα. Τότε σκέφτηκε το μήλο της. Το έβγαλε από την τσέπη της και το ρώτησε:
Μηλάκι μου καλό,
μηλάκι στρογγυλό,
πες μου να σε χαρώ
τι πρέπει εγώ να κάνω
τον άρχοντα να σώσω
τον καλό;
Το μήλο τότε έβγαλε ένα φύλλο γεμάτο γράμματα, έσκυψε ή Μαριγώ και διάβασε:
Έμενα
όποιος με φάει
όπου
κι αν πονεί θα γιάνει
μα άλλο δε θα 'χεις μήλο,
καλή
μου Μαριγώ,
για να σε προστατεύει από κάθε κακό.
- Δε με νοιάζει, δε με νοιάζει, σκέφτηκε ή Μαριγώ, αρκεί να γίνει
καλά ο καλός μου άρχοντας.
καλά ο καλός μου άρχοντας.
Κι αμέσως τρέχει στον άρχοντα και του λέει:
- Σε παρακαλώ, καλέ μου άρχοντα, κάνε μια προσπάθεια να φας
αυτό το μήλο. Θα δεις πού θα σε γιατρέψει.
αυτό το μήλο. Θα δεις πού θα σε γιατρέψει.
Ό άρχοντας,
πού αγαπούσε
τη Μαριγώ,
δε θέλησε
να της χαλάσει το χατίρι
και έφαγε
το μήλο.
Δε το 'χε τελειώσει
καλά καλά
και άρχισε να αισθάνεται θαυμάσια.
Σε λίγο
ήταν κιόλας
εντελώς καλά.
Μα τόσο καλά πού ζήτησε να του φέρουν
τα ρούχα
του να βγει μια βόλτα. Καταχάρηκαν όλοι στο παλάτι και ρωτούσαν με περιέργεια:
- Μα πώς έγινε αυτό
το θαύμα;
- Η καλή
μου η Μαριγώ, έλεγε χαρούμενος
και περήφανος
ο
άρχοντας. Και σας παρακαλώ ετοιμάστε τα πάντα, γιατί θα την παντρευτώ.
Σε λίγες μέρες έγιναν οι γάμοι με χαρές και πανηγύρια. Κι έζησαν αυτοί καλά
κι εμείς
καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου